- στρατουλίζω
- αμετ. начинать ходить, делать первые шаги (о ребёнке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρατουλίζω — Ν [στρατούλα] (για νήπια) αρχίζω να κάνω τα πρώτα μου βήματα … Dictionary of Greek
στρατουλίζω — στρατούλισα, κάνω στράτα, κάνω τα πρώτα βήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατούλισμα — το, Ν [στρατουλίζω] (για νήπιο) στρατούλα … Dictionary of Greek